Τρίτη 16 Ιουνίου 2015

Η μελαγχολία

Η μελαγχολία του αγώνα δεν έρχεται
μια μάχη αν χαθεί.
Εκεί είναι που πεισμώνεις, πιο δυνατός να γίνεις
Μελαγχολία πραγματική μέσα σου ανθίζει
σαν δεις ανθρώπους που στον αγώνα είχαν ταχθεί
τη κρίσιμη στιγμή άξαφνα να δειλιάζουν
και ακόμα
όλους εκείνους που νόμισες πως είχες πείσει
και εν τέλει πίστευες σε αυτούς
πιο πολύ
από ό,τι οι ίδιοι στον εαυτό τους.
Τότε που έκανες με τόλμη το βήμα εμπρός
βέβαιος πως δίπλα σου στέκονται και άλλοι
-γιατί φθηνή καχυποψία δεν σου αρμόζει
και έμεινες απρόσμενα μόνος
ανίκανος αρχικά να αντιληφθείς
τι συνέβη.
Και ξέρω πως η πίκρα που σε πιάνει
δεν είναι γιατί μόνος σου εκτέθηκες
-για αγωνιστές αυτό, συνήθεια και τιμή είναι
αλλά γιατί λυπάσαι για όσα σπουδαία
θα’χανε κάνει
αν δέσμιοι της συνήθειας δεν μένανε.

Μα μην νομίζεις πως είναι ντροπή
πως αδύναμος και ασταθής μέσα σου είσαι.
Όποιος δεν μελαγχολεί στις ήττες του αγώνα
δεν βλέπει την ύπαρξή του στη νίκη αυτού
δεν δίνει και το είναι του για να κερδίσει.
Όποιος δεν ασφυκτιά από την αδρανή καρδία των άλλων
δεν νιώθει την καρδία του να χτυπά μαζί τους.
Και όποιος δεν πονά πραγματικά όταν πέφτει
όποιος δεν θλίβεται όταν πεσμένος είναι
δεν έχει λόγο να σηκωθεί.

Κυριακή 7 Ιουνίου 2015

Τα σημάδια της ύπαρξης μας

Ποιοι είναι αυτοί που μες τα χρόνια
σαν βροχή
απ’των τοίχων τις ρωγμές ξεγλίστρησαν
και φέρανε στο πέρασμά τους καταιγίδα;
Ήρωες γεννημένοι σε νεώτερους καιρούς, φανταστικοί
ή πλάσματα άλλης φύσης από εμάς
που ο χρόνος τους σε αυτή τη Γη έχει παρέλθει;
Δύσκολο για αυτούς να μάθεις
-στις κεφαλές τους δεν φορούσαν περικεφαλαίες
μα καπέλα από στάχυα και σχοινί
και ξέρανε μόνο φτυάρια να δουλεύουν
ως τη μέρα που τους τα πήραν
και στα χέρια τους βάλανε όπλα.
Είναι όσων τις φωνές, ταξίδευε ο αέρας
απ’τα λιμάνια ως τους αγρούς
στα ορυχεία και τις φυτείες
ενώνοντάς τα σε ένα σώμα.
Αυτοί που κρατήσανε το χέρι κάποιου που
με σάπια από τους καπνούς πνευμόνια
ξεψυχούσε
-και ύστερα στους ίδιους καπνούς
στο εργοστάσιο τυλιχθήκαν.

Αν θες στα αλήθεια να τους βρεις
προσεκτικός να είσαι που θα ψάξεις.
τα αποτυπώματά τους δεν θα δεις στα κρύσταλλα που πίνουνε κρασί
νίκες και δόξα σαν γιορτάζουν.
Τα δάχτυλά τους ζωγραφιστήκαν
στο μέταλλο των σιδηρογραμμών
με κιμωλία στο πίνακα της τάξης.
Ζουν σε κάθε στραβό σοκάκι
-Που δείχνει ότι εδώ υπήρξαν άνθρωποι
Στο πατημένο τσιμέντο στο γιαπί
-να δείχνει ότι εδώ υπήρξαν άνθρωποι
Στο θηριώδη, αψεγάδιαστο ουρανοξύστη
-γιατί εδώ υπήρξαν άνθρωποι.

Το βλέμμα τους θα συναντήσεις αν το ψάξεις
σε νέους που με φθόνο ότι τους κλέβουνε κοιτούν
και σε παλαιότερους που από συνήθεια κοιτάζουν χαμηλά
ήσυχοι μα όχι όλοι ημερωμένοι.
Άνθρωποι απλοί, ατόφιοι
με πόνους συνηθισμένους
που κρύβουν δύναμη ασυνήθιστη να ξυπνάνε το πρωί.
Να ασφυκτιούν σε πόλεις πεθαμένες
μα στους δρόμους τους ανάσες να εμφυσούν
Είναι όλοι αυτοί
-οι φοιτητές με μέλλον τελειωμένο πριν αρχίσει
να μην ανέχονται η ελπίδα να τελειώσει
-οι γιατροί που ξέοπνοι σκουπίζουν τον ιδρώτα
με λίγο καφέ ακόμα ένα βράδυ να περάσει.
Ήταν ναύτες και αγρότες
Με βρώμικα τραγούδια
Για τη γη, το νερό, το θάνατο.
Όσοι ήταν όλα, χωρίς τίποτα
και η ζωή τους έμαθε με βία
ό,τι η ζωή μονάχα διδάσκει.
Ταπεινοί μα τεράστιοι στο μπόι
φωτιζόμενοι όχι από προβολείς
που βαριές ξέρουν να ρίχνουνε σκιές
μα από τον ήλιο στο χωράφι
με έναν ίσκιο αχνό ξωπίσω τους να πέφτει
-της ψυχής τους το αποτύπωμα στη Γη.

Πέμπτη 4 Ιουνίου 2015

Το ίδιο χρώμα

Ερυθρά βαμμένο το βιβλίο στην τσέπη
-πορφυρά και τα ρούχα που τρυπάει η σφαίρα.
Γαρύφαλλα στις καρδιές των ανθρώπων
-κάρβουνα τα μάτια απ’τα δάκρυα στο κελί.
Πυρωμένο ατσάλι η φωνή του λαού
-φλογερή η περηφάνια πριν το τέλος.
Χρυσέρυθρος ανέτειλε ο ήλιος στα κολχόζ
-χρυσέρυθρος και το πρωί μπροστά στις κάννες.

Κόκκινες σημαίες, κόκκινο αίμα
αιώνιο και ατόφιο το χρώμα τις λευτερίας .