Σάββατο 30 Μαΐου 2015

Οι φωτιές

Οι πιο επικίνδυνες φωτιές του κόσμου
δεν είναι οι πυρκαγιές που άγρια καίνε
-αυτές να σβήσουνε μπορούν.
Οι πιο επικίνδυνες φωτιές
είναι αυτές που σιγοκαίνε
σε ένα στενό
δίπλα στα πόδια δύο αστέγων
και αυτές που αργοσβήνουνε στο τζάκι
ένα μελαγχολικό βράδυ μετά την δουλεία
που ξέοπνες
μοιάζουν να  κλείνουν
τη μιζέρια του κόσμου μέσα τους.

Κτήνος λένε ότι γίνεται όποιος τον κόσμο αυτόν μισήσει.
Όποιος από την αδικία οργιστεί
και από την αδράνεια αηδιάσει
-αισθήματα τέτοια λερώνουν την βιτρίνα μας.
Μα αν έτσι μάθεις τα αισθήματά σου να ελέγχεις
να μετράς και να δεσμεύεις
αισθήματα πια δεν έχεις παρά ορμές
κτήνος είσαι και πάλι μα δαμασμένο.
Είσαι μονάχος ζωντανός
αν άγρια κύματα ταράζουν την ψυχή σου
Με μίσος φλογερό για κάθε δυστυχία
που κάθε άνθρωπο στον κόσμο βασανίζει.
Τότε μπορείς να’σαι άνθρωπος
Και όχι απλά να υπάρχεις
Δάκρυα ανούσια χύνοντας στην συνείδηση σου
Όταν την απάθεια μισήσεις
για να μπορέσεις να αγαπήσεις.
Απ’το άδικο σαν οργιστείς
γιατί το δίκαιο έχεις ανάγκη
και την μιζέρια του κόσμου αν σιχαθείς
γιατί σε άλλο κόσμο θες να κοιτάζεις.
Αν τις ωχρές φωτιές μισήσεις
που αυτό τον κόσμο τον ανάξιο περιβάλλον
τότε είσαι πιο ζωντανός από ποτέ
και έτοιμος να δράσεις.

Όμως πρέπει τότε να θυμάσαι
πως την οργή σου και το μίσος
όταν μέσα σου φλεγόμενα θεριεύουν
δεν πρέπει να τα αφήσεις να εκραγούν
για μια στιγμή να ξεσπάσουν και να ησυχάσουν
και ύστερα μαύρη και καμένη να αφήσουν την ψυχή σου.
Πρέπει ζέστη και φως στους γύρω σου να δώσουν
στο κρύο δύναμη να βρουν
και στο σκοτάδι, το δρόμο τους να ψάξουν.
Και όσο λαμπρότερα η φωτιά θα φέγγει
τόσο βαρύτερες θα πέφτουν οι σκιές
σε όσους στο σκότος μας κρατούσαν.
Να μην διστάσουμε
ο κόσμος τους για μας
άλλη επιλογή δεν έχει

Παρασκευή 29 Μαΐου 2015

Τι φοβάσαι;

Απόψε είναι από τις νύχτες που κοιτάω το φεγγάρι
και ψάχνω ακόμα τις ελπίδες σε ένα βρώμικο χάρτη
από την χωρά που άφησα για να ‘ρθω ως εδώ
μήπως μπορέσω και μια θέση μπρος τον ήλιο να βρω.
Απόψε είναι από τις νύχτες που θυμάμαι καλά
το πώς βρέθηκα εδώ σαν λαθραία σκιά.
Στοιβαγμένος σαν τσουβάλι με άλλες τόσες ζωές.
Ένα εμπόριο ψυχών για άλλες μέρες καλές.
Και θυμάμαι να’μαι μόνος σε μια πόλη κλουβί
που όλο πνίγει τις ελπίδες για μια νέα ζωή.
Να έχω ένα φόβο πικρό μα να φοβούνται οι άλλοι
και να ρωτάν παγερά τι φοβάσαι ρεμάλι;

Φοβάμαι θα πεθάνω άγνωστος μέσα σε αγνώστους.
Φοβάμαι θα θαφτώ κάτω από μάντρες και από δρόμους.
Φοβάμαι να τολμήσω, φοβάμαι να γυρίσω.
Φοβάμαι να μιλήσω, να αγαπήσω ή να ζήσω.

Και σαν ήρθα εδώ έγινα στόχος ξανά.
Έγινε το δέρμα μου η αιτία, το όνομα μου βρισιά.
Με αποφεύγουν και φωνάζουν όσο μπορούν δυνατά
«είναι επικίνδυνοι αυτοί κρατηθείτε μακριά».
Και σαν ήρθε η ώρα μια δουλεία για να βρω
έμαθα πως για ψίχουλα πρέπει να λέω ευχαριστώ.
Πως του αφεντικού τα πόδια πρέπει καλά να φιλάω
και όσο αυτός με χτυπά τόσο εγώ να γελάω.
Και ύστερα να με πετάει από εδώ και από ‘κει.
Να ξεσπάει τη ζωή του στη δική μου ζωή.
Να με βρίζει με μανία απ’το βράδυ ως το πρωί
και να μου λέει δυνατά με υπεράνω φωνή
«Αν δεν είχες εμένα θα κυλιόσουν στο χώμα
μα σε βλέπω φοβάσαι, τι φοβάσαι ακόμα»;

Φοβάμαι θα πεθάνω άγνωστος μέσα σε αγνώστους.
Φοβάμαι θα θαφτώ κάτω από μάντρες και από δρόμους.
Φοβάμαι να τολμήσω, φοβάμαι να γυρίσω.
Φοβάμαι να μιλήσω, να αγαπήσω ή να ζήσω.

Και απόψε είναι από τις νύχτες που κοιτάω χαμηλά.
Αυτό ζητάτε για να μείνω στην δική σας γωνία.
Για να μπορείτε να υποκρίνεστε πως δεν υπάρχω.
Πως κάποια μέρα την θέση μου και ‘γω θα μάθω.
Και να θυμάμαι πως είμαι από τα απόνερα μιας μπόρας

και ένας λεκές στη βιτρίνα μιας βρώμικης χώρας.

Όρθιος

Που βρίσκει κανείς μέσα του την δύναμη να ξυπνά
όταν νιώθει πως καθόλου δύναμη δεν έχει;
Πως αντέχει κανείς να αναπνέει για να ζει
Όταν ξέρει πως η ζωή του, αληθινή ζωή δεν είναι;
Το ένστικτο επιβίωσης και η περηφάνια
(η φύση και η ψυχή)
τσακιστήκανε
κομματιαστήκανε και σερβίρονται σε δόσεις
αυστηρές και μετρημένες
μη και ξεφύγουν στο ελάχιστο.
Να αγωνιάς να επιβιώσεις ως αύριο
για να μπορέσεις να αγωνιάς ξανά.
Να’σαι περήφανος για ξένα στέμματα
μήπως και μια σταλιά φως πάνω στους αντανακλάσει
φωτίζοντας και σένα
-πρόσχαρες και δανεικές στιγμές μεγαλείου
μόνο έτσι φωτίζονται όσοι ζούνε στην σκιά ενός αφέντη.
Μα επιβίωση σημαίνει να κοιτάει κανείς ψηλά
και μόνο τα αδάμαστα θηρία το κάνουνε αυτό.
Σε όσα ζουν με αλυσίδες στο λαιμό
το βάρος τους κρατάει το κεφάλι και το βλέμμα χαμηλά
ώστε μόνο το δρόμο που βαδίζουν να κοιτάνε
-το που πάνε δεν μπορούν
μόνο τον δρόμο που ο αφέντης τους το βάζει να βαδίζουν.
Μηχανικά, χωρίς πυγμή
και ένας κόσμος τριγύρω τους χαμένος
 σαν να μην υπήρξε ποτέ.


Και έτσι σαν να έχεις ξεχάσει ότι ζεις
το πεζοδρόμιο που περπατάς βαδίζεις
γιατί τις πιο βαριές του κόσμου αλυσίδες
με το μυαλό και όχι στο λαιμό τις έχεις.
Μόνο το βράδυ ίσως
αν το μυαλό σου απ'τη σκουριά  σάπιο δεν έχει μείνει
στο πυρετό να ψήνεσαι μπορεί
από τα θραύσματα παλιών ονείρων
-όσων παλιών και αληθινών κάποτε μέσα σου είχες.
Στης συνείδησης τα βάθη καρφωμένα παραμένουν
και σαν ασθένεια στο σώμα ρίγη φέρνουν
- η πιο ζωντανή στιγμή μες τη ζωή σου.
Μα εσύ δεν μιλάς, φοβάσαι
αδύναμος νιώθεις.
Στα πόδια του κουρνιάζεις προστασία να βρεις
και το βλέμμα στο τοίχο καρφωμένο κρατάς
την πελώρια σκιά του με φόβο, σιωπηλά κοιτάζεις.
Και αν τα μάτια σε αφήσει να υψώσεις
το κάνει να δεις από πάνω σου πόσο τεράστιος φαντάζει.

Η σκιά όμως αυτή που σε τρομάζει
φαίνεται τόσο αληθινή μα δεν υπάρχει.
Ένα μικρό κερί αν φωτίσει θα την σβήσει.
Και σαν ένας άνεμος δυνατός φυσήξει
-«αόρατος», «ανύπαρκτος» μα τόσο αληθινός
Φωτιά στων γύρω σου τα κεριά μπορεί να μεταφέρει
και πυρκαγιά να ανάψει.
Αν τις σκιές λοιπόν δεν φοβηθείς
αν προστασία απ’τον αφέντη δεν ζητάς
φύγε από τα πόδια του και από μακριά θα δεις
πως τελικά τεράστιος δεν είναι.
Και αν στο τέλος στα δικά σου πόδια σταθείς
θα δεις
πως όλοι οι άνθρωποι στο ίδιο ύψος στέκονται. 

Αρχίζοντας...

Αυτή η προσπάθεια ξεκινάει κυρίως ως προσωπική επιθυμία, για επικοινωνία με ανθρώπους που αισθάνονται την τέχνη ως βασικό μέσο έκφρασής των αναγκών και των προβλημάτων τους και παράλληλα έχουν απηυδήσει με τον τρόπο που κατά κανόνα αυτή παρουσιάζεται σήμερα. Είτε σαν εμπόρευμα, είτε σαν εναλλακτική αποθεώνοντας το τίποτα, είτε σαν το αποκορύφωμα της επαναστατικότητας χωρίς ταυτόχρονα αγώνα, αυτό που αποκαλείτε τέχνη σήμερα δεν είναι παρά ένα κακέκτυπο του όρου. 
 Η τέχνη σήμερα πρέπει να πορεύεται πλάι με την αγωνιστική δράση ενάντια στην βαρβαρότητα που ζούμε και όχι να προσπαθεί να υποκαταστήσει αυτή τη δράση. Να εμπνέει και να πεισμώνει, ώστε όλοι μαζί και ο καθένας ξεχωριστά να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων.
  Στο παρελθόν μεγάλοι καλλιτέχνες υλοποίησαν τα παραπάνω και κέρδισαν μια θέση στην καρδία των λαών. Ο καλύτερος φόρος τιμής σε αυτούς και η ουσιαστικότερη κατανόηση του έργου τους είναι να συνεχίσουμε στο δρόμο που χαράξανε, έχοντας σεβασμό στα όσα δημιούργησαν, χωρίς ταυτόχρονα να μένουμε προσκολλημένοι σε αυτά.
 Στο παρών blog θα ανεβάσω αρχικά κάποια ποιήματα και κείμενα που έχω αρχίσει να γράφω αλλά ο σκοπός μου είναι να προσελκύσω και άλλους σε αυτή τη προσπάθεια. Επιθυμία μου είναι και να συμμετάσχουν και άλλοι με τα δικά τους γραπτά, όχι απλώς στέλνοντας τα για ανάρτηση αλλά και ως διαχειριστές του blog. Είναι νομίζω καιρός τις σκόρπιες προσπάθειες που κάνει ο καθένας μας να τις φέρουμε μαζί δημιουργώντας κάτι πραγματικά αξιόλογο που τόσο ανάγκη το έχουμε σήμερα.

Ακόμα και ένας να εμπνευστεί να κάνει την ζωή του τέχνη και να μπει στον αγώνα, η προσπάθεια είναι επιτυχημένη…